καγκέλλο (το)
γραφείο συμβολαιογράφου.
Στα Επτάνησα οι συμβολαιογράφοι άρχιζαν έτσι: ” ενεφανίσθει…εις το καγκέλλον εμού του νοταρίου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καγκέλο /τὸ/ (Ἰ. cancello) = γραφεῖον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης