καυκιά (η)
ξύλινο γουδί, καυκί – συμπληρωματικό σύνεργο της καυκιάς είναι το γουδοχέρι με το οποίο “κοπανίζουν” ή πολτοποιούν διάφορα υλικά, όπως μύγδαλα, σκόρδα, αλάτι, κ.λπ.
Στην καυκιά φκιάνουν και τη σκορδαλιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καυκιὰ /ἡ/ (καυκίς, κύαθος) = ξύλινον ἰγδῦον, ξυλόγουδο, καυκί.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Καυκιὰ § ἀγγεῖον ξύλινον, βαθουλόν, ἐν ᾧ κατασκευάζουσιν τὴν σκορδάλμην (= σκορδαλιά).
Σημ. Ὁ Βυζ. καὶ τὸν τύπον καὶ τὴν σημασίαν τῆς λ. ἀγνοεῖ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
athanasiou -
κρασοκαυκια! γωωρίζουμε τι σημαίνει;
Νίκος Καββαδάς -
Δυστυχώς, σε καμία από τις πηγές μας δεν υπάρχει η λέξη “κρασοκαυκια”.
Την εντοπίσατε κάπου, πχ σε κάποιο κείμενο;
Την ακούσατε σε κάποια πρόταση, φράση;
Μπορείτε να δείτε όλα τα λήμματα που περιέχουν λέξεις με τα γράμματα “κρασ” εδώ: https://lexikolefkadas.gr/?s=%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83
Ευχαριστούμε για το σχόλιο σας