Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καυκιά (η)

ξύλινο γουδί, καυκί – συμπληρωματικό σύνεργο της καυκιάς είναι το γουδοχέρι με το οποίο “κοπανίζουν” ή πολτοποιούν διάφορα υλικά, όπως μύγδαλα, σκόρδα, αλάτι, κ.λπ.
Στην καυκιά φκιάνουν και τη σκορδαλιά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καυκιὰ /ἡ/ (καυκίς, κύαθος) = ξύλινον ἰγδῦον, ξυλόγουδο, καυκί.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Καυκιὰ § ἀγγεῖον ξύλινον, βαθουλόν, ἐν ᾧ κατασκευάζουσιν τὴν σκορδάλμην (= σκορδαλιά).

Σημ. Ὁ Βυζ. καὶ τὸν τύπον καὶ τὴν σημασίαν τῆς λ. ἀγνοεῖ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

(2) Σχόλια

    • Δυστυχώς, σε καμία από τις πηγές μας δεν υπάρχει η λέξη “κρασοκαυκια”.
      Την εντοπίσατε κάπου, πχ σε κάποιο κείμενο;
      Την ακούσατε σε κάποια πρόταση, φράση;

      Μπορείτε να δείτε όλα τα λήμματα που περιέχουν λέξεις με τα γράμματα “κρασ” εδώ: https://lexikolefkadas.gr/?s=%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83

      Ευχαριστούμε για το σχόλιο σας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.