καμπλετάρω
κομπλεντάρω, συμπληρώνω, τελειοποιώ κάτι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καμπλετάρω /ἀρχ./ (Ἰ. completare) = συμπληρῶ, τελειώνω ἔργον τι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κομπλεντάρω, συμπληρώνω, τελειοποιώ κάτι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καμπλετάρω /ἀρχ./ (Ἰ. completare) = συμπληρῶ, τελειώνω ἔργον τι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης