καμπιέλο
Καμπιέλο /τὸ/ (Ἰ. gapia-ello) = τόπος περιορισμοῦ τῶν ἀσέμνων γυναικῶν, οἶκος ἀνοχῆς, χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καμπιέλο /τὸ/ (Ἰ. gapia-ello) = τόπος περιορισμοῦ τῶν ἀσέμνων γυναικῶν, οἶκος ἀνοχῆς, χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον.