ηύβρεμα και (γ)ηύρεμα
εύρημα, κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία μικρής ή μεγάλης αξίας.
Λέγεται και για ανθρώπους: “Αυτός ο άνθρωπος ήταν για μας ηύρημα”, δηλ. μας βοηθάει, μας κατανοεί, μας αγαπά.
Παροιμία: “ηύρε η νύφη μας το γενί στην πόρτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ηὕρεμα καί Ἤβρεμα /τὸ/ (εὑρίσκω) = εὕρημα, πρᾶγμα σχετικῆς ἀξίας τὸ ὁποῖον εὑρίσκει κανεὶς τυχαίως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης