ισκιόκαμα (το)
αρρώστια που παθαίνει όποιος κάθεται ιδρωμένος στον ίσκιο της συκιάς.
Θεραπεύεται με το “κάρφωμα” (καρφί) της αρρώστιας: Πηγαίνει ο ίδιος ο ασθενής και κάρφωνε ένα καρφί σε κυπαρίσσι σερνικό, λέγοντας: “Όποτε ματάρθω εγώ εδώ, τότε να ματάρθει και η αρρώστια αυτή σε μένα” και του περνούσε … (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 19)