Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ινκάντο (επίρρ)

όταν κάτι γίνεται φανερά, δημόσια. Δημοπρασία, πλειστηριασμός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἰνκάντο /ἐπίρ./ (Ἰ. incanto) = δημοσίᾳ,φανερά.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ινκάντο πούμπλικο: (ιταλ. incanto publico), δημοπρασία, πλειστηριασμός

Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.