Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ήμαρτον (επίρρ.)

Έχομε τοπικά τις φράσεις: ‘Έπεσα ήμαρτον να με σώσει” – “Είμαστε στο ήμαρτον, χανόμαστε” – “Δεν είσαι δα και ήμαρτον, τι σκούζεσαι;” κ.α.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἥμαρτον /οἱονεὶ ἐπίρ./ (ἐκ τοῦ ἁμαρτάνω) = συγγνώμην, λυπήσου με, σῶσε με. (ἄκλ. ἐπίθετον) = ἐνδεής, ἀξιοθρήνητος. 1. «ἔπεσε ἥμαρτον γιά ’να καρβέλι», 2. «τσῶπα καϋμένε, δὲν εἶσαι καὶ ἥμαρτον γιὰ νὰ κλαίγεσ’ ἔτσι (ἐλήφθη ἐκ τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου:  ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.