γύψωμο (το)
πανηγυρική λειτουργιά (άρτος) που έφκιαναν όσοι γιόρταζαν.
Το γύψωμο το πήγαιναν στον εσπερινό ή στη λειτουργία της επομένης και το ευλογούσε ο παπάς ρίχνοντας στο κέντρο – όπου είχε εκ των προτέρων κοπεί τριγωνικά το κομμάτι το σφραγισμένο που συμβόλιζε το Χριστό- λίγο άναμα (κρασί λειτουργημένο στην Αγία Τράπεζα). Τα παλιά χρόνια ο παπάς πήγαινε στο σπίτι του εορτάζοντος και ευλογούσε το γύψωμα. Όταν διάβαζε την ευλογητική ευχή έλεγαν πώς “υψώνουν τον άγιο”.
Παροιμία: “Τι, τα υψώματα σηκώσατε;”, λέγεται για τους αργοπορημένους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γύψωμο /τὸ/ (ὑψόω -ῶ) = ἐνσφράγιστος ἄρτος προσκομιζόμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τὰς ὀνομαστικὰς ἑορτάς, ὅπου ἀποσπᾶται τὸ συμβολίζον τὸν Χριστὸν τμῆμα τῆς σφραγίδος, εἰς δὲ τὴν ὀπὴν ἐνσταλλάζεται οἶνος «ἀνάμα» καὶ κατόπιν ἀποκομίζεται εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γύψωμο = ψωμί παρόμοιο μέ τό πρόσφορο πού προσφέρεται κατά τίς ὀνομαστικές Ἑορτές.