Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γρυτζανάω και γρυτζανίζω

ξύνω με τα νύχια μου κάποια επιφάνεια, τοίχου, επίπλου, δοχείου, προκαλώντας ανατρίχιασμα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γρυτζανάω (γρύζω) = προκαλῶ ἦχον ξέσεως δι’ ὀνύχων ἢ ἄλλου ὀργάνου ἐπὶ πράγματος μεταλλικοῦ ἢ ξυλίνου.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Γρ(ο)υτζανάω. Λέμε: κάτι γρυτζανάει σα ποντίκι. Από το ρήμα γρύζω, γρυλίζω (όπως οι χοίροι των οποίων ο ήχος της “φωνής” είναι “γρυ”. Από δω και το γρούνι.
Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη βρίσκουμε το γρύζω σύνθετο με την πρόθεση -ανα- ανγρύζω (λέω γρυ, “κι αν γρυ να πει να τολμήσει”, στιχ. 945). Το ίδιο ρήμα απαντά στην Παλαιά Διαθήκη, βιβλίο Εξόδου ΙΙ, 7, “ου γρύξει (φωνάξει) κύων τη γλώση αυτού”. Σχετικό και το γρούζω.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.