γρυπάρι (το) και γριπάρι
αγριόχορτο με μακρυά βελονωτά (νηματοειδή) φύλλα.
Φύεται στις αγριονομές, κυρίως και είναι πολύ καλή τροφή για τα μηρυκαστικά, ιδίως τα πρόβατα. Βαλαωρίτης, Αστραπόγιαννος, 260: “Στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γρυπάρι /τὸ/ (Ἰ. creppo;) = ἄγριον νηματοειδὲς χόρτον φυόμενον εἰς ξηρὰ ἐδάφη (ἀρίστη τροφὴ τῶν προβάτων).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γριπάρι = πολυετές χόρτο πού ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα ἀπό θάμνους, συνήθως σέ βουνά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής