Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γρυπάρι (το) και γριπάρι

αγριόχορτο με μακρυά βελονωτά (νηματοειδή) φύλλα.
Φύεται στις αγριονομές, κυρίως και είναι πολύ καλή τροφή για τα μηρυκαστικά, ιδίως τα πρόβατα. Βαλαωρίτης, Αστραπόγιαννος, 260: “Στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γρυπάρι /τὸ/ (Ἰ. creppo;) = ἄγριον νηματοειδὲς χόρτον φυόμενον εἰς ξηρὰ ἐδάφη (ἀρίστη τροφὴ τῶν προβάτων).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γριπάρι = πολυετές χόρτο πού ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα ἀπό θάμνους, συνήθως σέ βουνά.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.