γρουμπανάω, γουρμπανάω και γρομπανάω
δίνω αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον. “Κάτσε καλά, θα σε γρουμπανήσω”
μεταφορικά: “Αυτά τα αχλάδια είναι άγουρα, κειο δεν γρουμπανιώνται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γρουμπανάω καί γουρμπανάω (Ἰ. groppone) = κτυπῶ διὰ γρόνθων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γρουμπανιά (και με αναγραμματισμό γουρμπανιά), χτυπώ δυνατά, γρονθοκοπώ ή κοιτάζω κάτι. (πχ. ένα αχλάδι, λέει ο Κοντομίχης, είναι μαλακό, οπότε, λέμε, αυτό δεν γρουμπανιέται, αν είναι άγουρο (άωρο). Ο Λάζαρης μας παραπέμπει στο ιταλικό gropppone, αλλά πλησιέστερο φαίνεται το ελληνικό γρόθος, γροθιά και το ρήμα γρο(ν)θοκοπώ.
Το γρουμπανώ μας παραπέμπει (τους Καρσάνους τουλάχιστον) στο γρουμπατσά (ή γορμπατσά) του παιγνιδιού μας, το “κότσι“, το πρόχειρο εκείνο μαστίγιο με το πλεγμένο σε κοτσίδα μαντίλι, που χτυπούσαμε στην παλάμη τον άτυχο παίχτη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Γρομπανάω = χτυπῶ μέ γροθιές, (γρονθοκοπῶ).