γρινογάτσ(ου)λο
Γρινογάτσ(ου)λο /τὸ/ (γρύζω – Ἰ. gattoline) = γατάκι ποὺ νιαουρίζει ἐνοχλητικά, ἄνθρωπος μεμψίμοιρος, παιδίον κλαυθμηρίζον ἀναιτίως. γρινογάτσουλο / γρινογάτσλο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γρινογάτσ(ου)λο /τὸ/ (γρύζω – Ἰ. gattoline) = γατάκι ποὺ νιαουρίζει ἐνοχλητικά, ἄνθρωπος μεμψίμοιρος, παιδίον κλαυθμηρίζον ἀναιτίως. γρινογάτσουλο / γρινογάτσλο