γροικάω
Γροικάω (ἀγροικῶ, αὖρα-ἀκούω) = ἀκούω μόλις, ἀντιλαμβάνομαι ἐλαφρῶς, αἰσθάνομαι. βλ. και αγροικιέμαι
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Δε μ΄αγροικάει (παράδειγμ.) η άλλη μ΄η πάντα” * και “Δε με γροικάει”, “δε γροικιέμαι”, με την έννοια ότι είμαι αθόρυβος, δεν ενοχλώ.
Η λέξη είναι ελληνική. Προέρχεται από το αγροίκος (ανόητος) και κατά τον Γ. Χατζηδάκι, η σειρά είναι η εξής: αγροίκος, άγροικος = ανόητος / αγροικός = νοήμων / α-γροικώ = νοώ, αισθάνομαι, ακούω.
Κατά το λεξικό Φυτράκη: αγρικώ, γρικώ = καταλαβαίνω, αισθάνομαι
*(μ)πάντα: πλευρά, ορχήστρα , ιταλ. banda
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης