Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γράτσια (η)

ευχάριστη, χάρη.
Λέμε: “Τον πήρε γράτσια”, δηλ. χαρίστηκε, είχε κάποια εύνοια προσώπων ή της τύχης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γράτσια /ἡ/ (Ἰ. grazia) = χάρις, εὔνοια, εὑχαριστῶ. «τὸν πῆρε γράτσια» = προσελήφθη χαριστικῶς, ἔλαβε χάριν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.