γραπώνω
Απ, σε γράπωσα (ξαφνικά).
Από το ιταλικό grappare (Ανδριώτης). Αλλιώς σε τσάκωσα.
Κατά τη γραμματική είναι ρήμα μεταβατικό, που σημαίνει πιάνω κάτι ή κάποιον με απότομη κίνηση του χεριού, αρπάζω.
Σχετικό είναι και το τσακώνω. Λένε συνήθως γραπώνομαι από κάπου, πιάνομαι να μη πέσω. Ετυμολογικά, είναι μεταφορά στην Ελληνική του ιταλικού (όπως αναφέραμε) grappare. Γκράπα θα πει γάντζος (Μπαμπινιώτης).
Οι Λάζαρης και Κοντομίχης, δεν το έχουν, μολονότι πολύ εύχρηστο.