Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γράδος (ο)

ο βαθμός σε οινόπνευμα ή οξύτητα υγρού προϊόντος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γράδος /ὁ/ (Ἰ. grado) = βαθμὸς ὑγροῦ προϊόντος εἰς οἰνόπνευμα ἢ ὀξύτητα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Βαθμός κρασιού και άλλων υγρών.

Ρήμα: γραδάρω. Πληθυντικός: τα γράδια.

Η λέξη η ιταλική grado, από το λατινικό gradus (Ανδριώτης). Υπάρχει και ο αρσενικός τύπος “γράδος”: ” Ο βαθμός σε οινόπνευμα ή οξύτητα υγρού προϊόντος” (Κοντομίχης).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.