γουργόχερο
Γουργορόχερο § χεὶρ εὐκίνητος.
Σημ. Ἐκ τοῦ γοργὸς (Σύλλ. 14) καὶ πλεονασμῷ τῆς ρο συλλαβῆς
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γουργορόχερο § χεὶρ εὐκίνητος.
Σημ. Ἐκ τοῦ γοργὸς (Σύλλ. 14) καὶ πλεονασμῷ τῆς ρο συλλαβῆς