γούπατο (το)
περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα από τα γύρω της, γούβα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γούπατο /τὸ/ (γῆ-πατέω -ῶ, κύπη;) = περιοχὴ χθαμαλωτέρα τῶν πέριξ, βαθύπεδον, λεκανοπέδιον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
γούπατο: ἐπίπεδο κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Από συμφυρμό (σμίξιμο) των λέξεων γούβα και πάτος, προήλθε το γούπατο, κοιλότητα εδάφους ή απλά γούβα. Η ετυμολογία του Λάζαρη δεν ευσταθεί.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Γούπατο = βαθουλό καί ἀπάγκειο μέρος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γούπατο χαμηλός, ὑγρὸς καὶ βαλτώδης τόπος (οὔβατος – ἄβατος).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός