Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γούπατο (το)

περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα  από τα γύρω της, γούβα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γούπατο /τὸ/ (γῆ-πατέω -ῶ, κύπη;) = περιοχὴ χθαμαλωτέρα τῶν πέριξ, βαθύπεδον, λεκανοπέδιον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


γούπατο: ἐπίπεδο κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Από συμφυρμό (σμίξιμο) των λέξεων γούβα και πάτος, προήλθε το γούπατο, κοιλότητα εδάφους ή απλά γούβα. Η ετυμολογία του Λάζαρη δεν ευσταθεί.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Γούπατο = βαθουλό καί ἀπάγκειο μέρος.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Γούπατο χαμηλός, ὑγρὸς καὶ βαλτώδης τόπος (οὔβατος – ἄβατος).

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.