γ(ου)λός -ή, -ό
βραστερός μεστός εύπεπτος (επί οσπρίων).
Πλανόδιοι πωλητές χλωρού ρεβιθιού στην αγορά της χώρας, διαλαλούν: “έχω γ(ου)λό ρεβίθι, γ΄λόοο”, δηλ μεστό.
(γουλός)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γ(ου)λὸς -ὴ -ὸ (γλᾶγος, ἀγλαὸς) = εὐμεγέθης, τρυφερός, βλαστερός. (λέγεται ἐπὶ ὀσπρίων «γλὸ ρεβῦθι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γουλό = πολύ εὔρωστος βλαστός ἤ ψωμωμένο λουβί ὀσπρίου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής