γ(ου)λομανάω
ερεθίζω σημείο του σώματος που έχει πόνο, καταπονώ σημείο του σώματος που πάσχει (πχ. από ρευματισμούς) με πορείες ή εργασία.
(γουλομανάω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γ(ου)λομανάω (Ἰ. colmare, culmine -are) = ἐρεθίζω πάσχον σημεῖον τοῦ σώματος, προκαλῶ ἐρεθισμὸν εἰς ἄρθρωσιν ἥ ἄλλην εὐαίσθητον χώραν δι’ ἀσυνήθους καταπονήσεως ἥ πλήξεως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης