γουλιάστρα (η)
το πρωτόγαλα των γιδοπροβάτων με το ποιόν οι χωρικοί της Λευκάδας έφκιαναν γαλόπιτες, τα λεγόμενα κορφούγγια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γ(ου)λιάστρα /ἡ/ (Ἰ. colostro, Ἀλ. κουλόshτρεα) = πίαρ, πρωτόγαλα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γλιάστρα. Λέμε τα λαθύρια γινήκανε γλιάστρα, δηλ. όχι μόνο βράσανε καλά, αλλά σχηματίσανε κρέμα που θυμίζει κορφούκι, που γίνεται από το πρωτόγαλα των γιδοπροβάτων (Κοντομίχης).
Ο Λάζαρης ετυμολογεί σωστά από το ιταλικό colostro, που σημαίνει πρωτόγαλα (Mandeson).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης