γωνιέμαι 18 Νοέ, 2017 Γ 0 Σχόλια 0 Γωνιέμαι ή αγωνιέμαι: αγωνίζομαι, με την έννοια του καταπιάνομαι με δουλειές, (αγώνας, αρχ. αγών, ρ. άγω).