γοδέρω και γουδέρω
απολαμβάνω, καρπούμαι , καλοπερνώ.
Σε μισθωτήριο περιβολιού στη θέση Μόρφη, διαβάζομε: “Και δίνει ο σορ σταμάτης το περιβόλι προς τον … δια να το δουλεύει και γοδέρει” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, συμβολαιογρ. Giorgio Barbarigo, Protocolo No 3 -φύλλο 15β – 16β).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γ(ου)δέρω καί γοδέρω (Ἰ. godere) = ἀπολαμβάνω, ἐπιχαίρω, καμαρώνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης