γλοζίρω ή με γλοζίρει ή γ(ου)λοζίρομαι
επιθυμώ κάτι, μου διεγείρεται η όρεξη, κυρίως για φαγητά, για νοστιμιές. “Τι να σου πω, αυτό το γλοζίρω πολύ”, και το αντίθετο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
(Με), σε 3ο πρόσωπο. Επιθυμώ κάτι με βουλιμία. Και αρνητικά “δε με γλωζίρει”. Από το ιταλικό ους. Golosita, η λαιμαργία, ότι προκαλεί ζωηρή επιθυμία (Mandeson).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
παρασύρομαι από λαιμαργία (από την Ιτλ. goloseria =λαιμαργία, αδηφαγία)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε