Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γλίνα (η)

  1. γλοιώδες λασπερό έδαφος, ακαθαρσία
  2. χοιρινό λίπος που το φυλάνε πάντα στα σπίτια για θεραπευτικούς λόγους. Είναι γνωστότερο ως λυτός. Σε γιατροσόφι του λαϊκογιατρού Ν. Παπδάτου, διαβάζομε: “Εις δάγκωμα οφέως ή άλλου ζώγου φαρμακερού. Κοπάνισον το δέρμα του όφεως με γλίνα χοίρου και βάλε το”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γλίνα /ἡ/ (γλίνη) = ῥύπος, ἀκαθαρσία, λέρα. (Ἀλ. gλίνα) = διαπεποτισμένη ὀλισθηρά ἄργιλλος, γλοιώδης λάσπη.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.