γκρίνια ή γρίνια και γκρίνα ή γρίνα (η)
- η μεμψιμοιρία, η φαγωμάρα, η συνεχής μουρμούρα. “Μας έφαγες με τη γρίνια σου”, λέμε, γιατί η γρίνια θεωρείται γρουσουζιά και κακομοιριά. Παροιμία: “Η φτώχεια φέρνει γκρίνια” – “Η γκρίνια ξεθεμελιώνει σπίτια”.
- το συνεχές κλαψούρισμα των μωρών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκρίνα καίή γρίνα /ἡ/ (γρύζω) = μεμψιμοιρία, γογγυσμός, ἐριστικὴ διάθεσις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης