Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκρίνια ή γρίνια και γκρίνα ή γρίνα (η)

  1. η μεμψιμοιρία, η φαγωμάρα, η συνεχής μουρμούρα. “Μας έφαγες με τη γρίνια σου”, λέμε, γιατί η γρίνια θεωρείται γρουσουζιά και κακομοιριά. Παροιμία: “Η φτώχεια φέρνει γκρίνια” – “Η γκρίνια ξεθεμελιώνει σπίτια”.
  2. το συνεχές κλαψούρισμα των μωρών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γκρίνα καίή γρίνα /ἡ/ (γρύζω) = μεμψιμοιρία, γογγυσμός, ἐριστικὴ διάθεσις.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.