γκόζω και γκόνω
έφαγα πολύ και έγκωσα, εχόρτασα.
Μερικά φαγητά είναι πρόσφορα στο γκώσιμο, όπως οι τυρόπιτες, τα βουτυρόψωμα, τα γλυκά κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκόνω (ὄγκος, ὀγκόω) = ἐξογκοῦμαι, φουσκώνω, πρήσκομαι τρώγων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και γκώνω. Έγκωσα, λέμε, εχόρτασα. Από τη λέξη όγκος, έχουμε το ογκώνω, γκώνω και το ιδιωματικό μας γκόζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης