Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκιουγκιούλ(η)ς

Γκιουγκιούλ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. giungere) = παραβλώψ, ἀλλοίθωρος, γκαϊδός. γκιουγκιούλης / γκιουγκιούλς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.