Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκιγούμι (το)

Χάλκινο σκεύος, είδος κατσαρόλας για νερό.
Είναι γνωστό και ως γκιούμι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γκ(ι)γοῦμι /τὸ/ (κουκούμιον, Λ. cucuma, Α.Τ. κουμκοὺρ) = θερμορρόη, χάλκινον ἀγγεῖον, ὑδροδοχεῖον μὲ ἀνοικτὸν στόμιον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.