γκερεμέζ(ι)
το κοπανόγαλο, το γάλα που μένει στην βούρτσα, μετά την αφαίρεση του βουτύρου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκερεμέζ(ι) /τὸ/ (γάρος, Ἰ. garo-mezzo) = τὸ γάλα ποὺ ἀπομένει μετὰ τὴν ἀποβουτύρωσιν εἰς τὴν βοῦρτσα, τὸ κοπανόγαλο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γκερεμέζι = ξυλόγαλο (τό ἀπόγαλο πού μένει ἀπό τό βούτυρο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
και κερεμέζι