γκαινιάζω και γκαίνιαση
αποκτώ, προμηθεύομαι, βρίσκω.
Λέγεται για ανθρώπους, ζώα και πράγματα. Φράση: “εγκαίνιασες και σκούφια δε βλέπω” – “εγκαίνιασα νια (μια) πορτογαλιά, σπάνιο πράμα!”.
Ειρωνικά σε περίπτωση γάμου: “μπα ο Χριστιανός μου, πού την εγκαίνιασε τέτοιο φρούτο;…”, εννοεί τη νύφη. Και για τον γαμπρό λένε: “Μπαα, τέτοια χαϊδοκόπελλα, πού τον εγκαίνιασε η κακομοίρα, τέτοιο καμπιόνι”.
Το ουσιαστικό γκαίνιαση: σε περίπτωση ζώου,αρνιού, κατσικιού, κόκορα: “Το σφάξαμε, γιε μου, τι θα κρατήσομε για γκαίνιαση;”
– Όταν έχομε φαγητό ή γλυκό ή κάτι άλλο φαγώσιμο σε μικρή ποσότητα: “κειο, δεν είναι για γκαίνιαση … Ποιος να φάει να γιάνει και ποιος να γιατρευτεί”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκαινιάζω (ἐγκαινιάζω) = ἀποκτῶ, διατηρῶ. «ἐγκαινίασες καὶ λορόϊ βλέπω».
Γκαίνιαση /ἡ/ (ἐγκαινιάζω) = ἀπόκτησις πράγματος πρὸς διατήρησιν. «ἐβάσταξα τν κατσκάδα γιὰ γκαίνιαση».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εδώ με την έννοια του αποκτώ.
Το ρήμα εγκαινιάζω (κάνω εγκαίνια) στη δημοτική ως γκαινιάζω σημαίνει αποκτώ κάτι για πρώτη φορά.
Εγκαίνιασες, βλέπω, και ρολόι!”
Σε ξηρομερίτικα μοιρολόγια: “τ΄ αδέρφια όποιος τα ΄χασε δεν τα ματαγκαινιάζει”. Και σε υποσημείωση (157): Γκινιάζονται, ή γγινιάζονται: δανείζονται.
Με το εγκαινιάζω άμεση σχέση, εν-καινός, καινούριο απόκτημα. Λέμε: “που το γκαινίασες αυτό;”.
Και στον Φωτεινό του Βαλαωρίτη: “από τα δυό (ζευγάρια) που εγκαινίας”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης