(γ)ήπατα (τα)
γήπατα
ήπατα, η δύναμη, η αντοχή, το ψυχικό θάρρος, το κουράγιο.
Λέμε: “Μου κόπηκαν τα (γ)ήπατα, όταν το έμαθα”.
Οι γέροι και οι ασθενείς λένε: “Δεν έχω, γιε μου, (γ)ήπατα για τέτοια”.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α’ “…και στην αλετροπόδα μου έλειωσαν τα ήπατά μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γήπατα /τὰ/ (γῆ-πατέω -ῶ) = τὰ πόδια, ἡ δύναμις τοῦ περιπατεῖν, αἱ σωματικαὶ δυνάμεις. «δὲν ἔχω γήπατα νὰ τρέξω», «κοπήκανε τὰ γήπατά μου».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Οι δυνάμεις. Λέμε: “μου κόπηκαν τα ήπατα”. Οι Κοντομίχης και Λάζαρης προτιμούν τη γραφή, όπως προφέρεται, γήπατα. Ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό (άσμα Α΄, στ. 4) λέγει: “και στην αλετροπόδα μου / ελυώσαν τα ήπατά μου”. Και στη σελ. 362 των σημειώσεων του εξηγεί: Ήπατα στον πληθ. η λέξη οι σωματικές δυνάμεις (μεταφορικά). Ήπαρ το συκώτι.Η ερμηνεία του Λάζαρη “γηπατώ” δεν στέκει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Γήπατα καί ἥπατα = τά πόδια, μοῦ κόπηκαν τά γήπατα ἀπ᾿ τόν φόβο, μοῦ κόπηκαν τά πόδια, ἤ τό αἷμα ἀπ᾿ τόν φόβο).