γιώνω
Γιώνω (ἰός, ἰόω -ῶ) = (γεωργὸς Ἰ. cerchio -ato) = ξῦλον ἢ ἕλασμα μετάλλου ἔχον κάμψιν διευκολύνουσαν τὴν έργαλειακὴν ἢ ἄλλην ὠφέλιμον χρῆσιν του.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γιώνω: (αρχ. ρ. ιόω) = οξειδώνω, σκουριάζω και ιός είναι «η σκωρία, άνθος χαλκού», το βέλος, το δηλητήριον και ο «ιόεις σίδηρος» είναι ο εκτεθειμένος εις σκωρίαν σίδηρος.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα