γιομίζω και γιομόζω
γεμίζω, πχ ένα δοχείο, αλλά και λερώνω: “Με γιόμισες σκόνες”.
Μεταφορικά: “Μας γιόμισες ψέματα”, “Μας γιόμισες παραμύθια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιομίζω καί γιομόζω(γέμω, γεμίζω) = πληρώνω, γεμίζω, ῥυπαίνω, κηλιδώνω, λερώνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης