Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γιομίζω και γιομόζω

γεμίζω, πχ ένα δοχείο, αλλά και λερώνω: “Με γιόμισες σκόνες”.
Μεταφορικά: “Μας γιόμισες ψέματα”, “Μας γιόμισες παραμύθια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γιομίζω καί γιομόζω(γέμω, γεμίζω) = πληρώνω, γεμίζω, ῥυπαίνω, κηλιδώνω, λερώνω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.