Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γήμορο (το)

ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό μας διευκρινίζει και λόγω θέσεως και πείρας, αλλά και λόγω γνώσεως του αντικειμένου: “Γήμορο = το υπό του γεωμόρου ή μοργίτου καλλιεργητού, καταναλλόμενον μέρος των καρπών του κτήματος προς τον ιδιοκτήτην αυτού¨, και γράφει: “είτε μεστά, είτε άμεστα τα κόβω για ν΄ αρπάξει / διπλό, τριπλό το γήμορο που του χρωστάει ο κόσμος”. (Φωτεινός Β΄στ. 306 ).
Γήμορο ή γεώμορο, λοιπόν, είναι το ποσό του καρπού, που δίνει ο καλλιεργητής του κτήματος που μίσθωσε την καλλιέργεια.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.