γίλ(υ)γγας
Γίλ(υ)γγας /ὁ/ (λύζω) = λαρυγγικὸς σπασμός, λύγξ, λόξυγγας. γίλυγγας / γίλγγας
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μ΄έπιασε – λέμε- γίλυγγας, λόξυγγας, Από το ουσιαστικό ο λυγξ – λυγγός (λύζω) κατάγεται η λέξη. Ο Λάζαρης το ετυμολογεί σωστά. Ο Κοντομίχης το παραλείπει. Μη συγχέεται με τον ίλιγγο (ρήμα ίλλω, είλω) τη γνωστή σκοτούρα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης