Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γεωργάδος -α -ο

  1. απλό γεωργικό σύνεργο από ξύλο ή μέταλλο με κάμψη στη μέση, και χρησιμοποιείται σε πολλές δουλείες του κατωγιού κυρίως.
  2. ο προκομμένος γεωργός, ο πρόθυμος στη δουλειά. Παροιμία: “Πότε η νύφη μας γεωργάδα; – Το βράδυ το Σάββατο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.