γεωργάδος -α -ο
- απλό γεωργικό σύνεργο από ξύλο ή μέταλλο με κάμψη στη μέση, και χρησιμοποιείται σε πολλές δουλείες του κατωγιού κυρίως.
- ο προκομμένος γεωργός, ο πρόθυμος στη δουλειά. Παροιμία: “Πότε η νύφη μας γεωργάδα; – Το βράδυ το Σάββατο”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!