Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γελέκι (το)

  1. το γνωστό ανδρικό γελέκι της νεότερης φράγκικης φορεσιάς.
  2. το ανδρικό γελέκι της παλιάς λευκαδίτικης φορεσιάς: Ήταν διακοσμημένο με γαϊτάνια και κεντημένο πλούσια. Το γαμπριάτικο ήταν περίτεχνο.
  3. το γυναικείο γελέκι της Ρωμαίικης (=παραδοσιακής) φορεσιάς: Ήταν λινό ή μπαμπακερό, πάντα άσπρο και φοριόνταν πάνω από το πουκάμισο. Είδος στηθόδεσμου με πλάτη. (Η Λαϊκή Λευκαδίτικη φορεσιά).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γελέκι /τὸ/ (ἄλληξ, ἄλλιξ Τ.Σ. γελέκ, Ἀλ. jελjὲκ) = ἐσωκάρδιον, ὑπενδύτης, γιλέκον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.