γε
Γε, μόρ. παραπλ. § γέ Π. φέρ᾿ αὐτό γε. – ἐγώ γε ᾿ς τὸ ᾿πα – φέρ᾿ ἐκειό γε.
Σημ. ἀρχαιότατον· χρῶνται ἰδίως αὐτῷ οἱ χωρικοί μας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γε, μόρ. παραπλ. § γέ Π. φέρ᾿ αὐτό γε. – ἐγώ γε ᾿ς τὸ ᾿πα – φέρ᾿ ἐκειό γε.
Σημ. ἀρχαιότατον· χρῶνται ἰδίως αὐτῷ οἱ χωρικοί μας.