Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαύρι (το)

το καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται χιαστί, για να στηρίξουν ένα άλλο οριζόντιο δοκάρι, το λεγόμενο καβαλλάρης. Πάνω σ΄ αυτό απλώνουν τα δίχτυα οι τρατολόγοι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γαῦρι /τὸ/ (γαῦρος) = ἑκάτερον τῶν χιαστὶ ὀρθουμένων ξύλων πρὸς στήριξιν ἄλλου ὁριζοντίου «καβαλλάρη» δι’ ἅπλωμα τέντας, δικτύων κ.τ.τ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γαύρι (τό): τό κάθε ἕνα ἀπό τά ξύλα πού τοποθετοῦνται χιαστί γιά νά στηρίξουν τό ὁριζόντιο δοκάρι, τόν καβαλλάρη. Πάνω σέ αὐ­τό ἁπλώνουν τά δίχτυα τους οἱ τρατολόγοι (ψα­ρά­δες τῆς τράτας). Πιθανόν νά προέρχεται ἀπό τό δένδρο Γαῦρο, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται καί στήν ναυπηγική.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.