γατσούλι
το μικρό γατί, το γατάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γατσοῦλι /τὸ/ (γαλῆ, Ἰ. gattoline) = τὸ γατάκι, τὸ νεογνὸν τῆς γάτας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γατσούλι = τό μικρό γατάκι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γατσοῦλλι, § τὸ νεογνὸν τῆς γάτας.
Σημ. Ἡ ὑποκορ. κατάλ. – οὖλλι ἐν πολλοῖς εὐχρηστεῖ, οἷον δεντροῦλλι, σακκοῦλι, κτλ. ἔχουσα τὴν ἀρχὴν ἐκ τῆς ἀρχαίας – ύλλιον, οἷον δεντρύλλιον, εἰδύλλιον κτλ. Ὅθεν κακῶς τινὲς γρ. τὰ ὑποκοριστ. ταῦτα δι᾿ ἑνὸς λ. Ὁ Βυζ. σημειοῖ κατοῦδι.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου