γάστρα
Γάστρα § γάστρα, ἀγγεῖον ἐν ᾦ φυτεύουσιν ἄνθη. Π. ΚΝ.
«καράβι, καραβάκι, ποῦ ᾿πᾷς γιαλό, ᾿γιαλό, ᾿σὰ φουντωμένη γάστρα μὲ τὸ βασιλικό.».
Σημ. ὁ Βυζ. γρ. Γλάστρα. Οἱ Λευκάδιοι διέσωσαν ἀλώβητον τὴν ἀρχαίαν ταύτην λέξιν. (Ἡσύχ. ἐν λ. Ὄστρακον – Αἰλιαν. Πολιορ. Κεφ. 4). Οἱ Μακεδόνες Γάςτραν καλοῦσιν ἀγγεῖον τὸ μαγειρικόν. (Φιλίστ. Γ´. 128).