γαρδούμπα (η)
- είδος μεγάλου λουκάνικου, κάτι σαν σπληνάντερο, γεμισμένο με κιμά, συκώτι, σπλήνες και τρυφερά κομμάτια, κι όλα αυτά καρυκευμένα με κανελογαρύφαλα, σκόρδο, κρεμμύδι, πιπέρι, δεντρολίβανο, και άλλα αρτύματα.
- πλεξίδα από άντερα αρνίσα λεγόμενη πλεξίδα ή κοτσίδα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαρδούμπα /ἡ/ (χορδή, χόρδευμα) = πλεξὶς ἀπὸ ἔντερα καὶ γλυκάδια (άδένας) ἀρνίου, πλεξούδα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης