Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαρδούμπα (η)

  1. είδος μεγάλου λουκάνικου, κάτι σαν σπληνάντερο, γεμισμένο με κιμά, συκώτι, σπλήνες και τρυφερά κομμάτια, κι όλα αυτά καρυκευμένα με κανελογαρύφαλα, σκόρδο, κρεμμύδι, πιπέρι, δεντρολίβανο, και άλλα αρτύματα.
  2. πλεξίδα από άντερα αρνίσα λεγόμενη πλεξίδα ή κοτσίδα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γαρδούμπα /ἡ/ (χορδή, χόρδευμα) = πλεξὶς ἀπὸ ἔντερα καὶ γλυκάδια (άδένας) ἀρνίου, πλεξούδα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.