γαρμπέλο (το)
σύνεργο του αλωνίσματος.
Μεγάλο κόσκινο με πυθμένα από λάτα (=λευκοσίδηρο), σπανίως και από δέρμα, με πολλές τρύπες κατά διαστήματα.
Το γάρμπελο λέγεται επικρατέστερα και δριμόνι. Και μ΄ αυτό κοσκινίζουν κυρίως τα όσπρια και τις σταφίδες. Στο αλώνι μέσα σ΄ αυτό έτριβαν τα απάτητα στάχυα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαρμπέλο /τὸ/ (Τ. καλbοὺρ) = μέγα κόσκινον μὲ πυθμένα ἀπὸ τσίγκον ἢ λευκοσίδηρον διὰ τὸν πρῶτον χονδρικὸν καθαρισμὸν τοῦ ἁλωνισθέντος σίτου ἀπὸ χώματα κ.τ.τ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης