γανωματής (ο)
Γανωματής, ο, ή γανωτής, ο: Ο επαγγελματίας στιλβωτής των μεταλλικών (χάλκινων κυρίως) αντικειμένων. Γάνος-εος, το, είναι η στιλπνότης εκ του ρ. γανάω ή γανόω = γανώνω, στίλβω, λάμπω, απαστράπτω. Σήμερα περιέπεσε στην αντίθετη έννοια του αμαυρώνω, μουτζουρώνω και η γάνα είναι η μαύρη μουτζούρα από τα ξυλοκάρβουνα.
βλ. καλατζής