Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γάνα (η)

  1. μουντζούρα, μαύρη σκουριά από το τηγάνι, και άλλα χαλκώματα.
  2. διαπόμπευση. Παροιμίες: “Άντρας ψηλός, απόστολος, κοντός πομπή και γάνα …”, “Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή  καραμαντάλω”.
  3. βρισιά μεταξύ γυναικών: “Μωρή γάνα, μωρή κίσσα” (η γάνα εδώ σημαίνει ανήθικη).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γάνα /ἡ/ (γανάω)(περιπεσὸν εἰς ἀντίθετον ἔννοιαν) = μαύρη κηλίς, αἰθάλη, ἀσβόλη, μουντζούρα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


γάνα (ἡ): καπνιά, μουντζούρα, ( ΑΡΧ. = γανόω, γάνωσις).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Γάνα = καπνιά, μουντζούρα, τό μαύρισμα ἀντικειμένων ἀπ᾿ τόν καπνό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Γάνα μόνον αἱ γυναῖκες, πρὸς ἀλλήλας διαπληκτιζόμεναι, μεταχειρίζονται τὴν λέξιν ἀντὶ τοῦ ἀλλαχόσε πατρική. Φρ. μωρὴ γάνα, μωρὴ κάσσα. Ἀποκλειστικῶς, γάνα καὶ γανωσὰ = κηλίς, μαύρισμα, μουτζαλιά.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Γάνα § πᾶς μέλας ῥύπος, ἡ μελανὴ ὕλη, ἐξαιρέτως ἡ τοῦ κλιβάνου. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ Γάνος (= λευκότης κατ᾿ ἀντίφασιν, ὡς καὶ παρὰ Μηλίοις τὸ ὄξος λέγεται γλυκάδι (Ἐ. Φιλομ. σ. 2523).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.