γαλιάντρα (η)
το πτηνό κορυδαλλός, που κελαηδεί σχεδόν συνεχώς και γλυκόλαλα.
μτφ: ο ευφράδης, ο ρήτορας, αλλά και ο πολυλογάς. Τις φλύαρες γυναίκες, πχ., τις λένε γαλιάντρες.
φράση: “Σου ΄ναι μια γαλιάντρα η αφεντιά της …”
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος. ΙΙΙ 908: “Όλα τα αηδόνια τ΄ άκουσα / ως τη γοργή γαλιάντρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαλιάντρα /ἡ/ (καλάνδρα) = ποικιλία τοῦ πτηνοῦ κορυδαλλοῦ, ὑπεράγαν φλύαρος, εὐθυμόλαλος,φλύαρος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης