γαλατσίδα (η)
το φυτό “ευφόρβιον”, που μόλις το κόψεις βγάνει γαλακτώδη χυμό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαλατσίδα /ἡ/ (γάλα – Λ. acetum) = ποικιλία τοῦ σκιαδανθοῦς τοξικοῦ φυτοῦ «εὐφόρβιον» ἐκκρίνουσα γαλακτώδη χυμὸν κατὰ τὴν τομήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γαλατσίδα = χόρτο πού ὅταν κόβεται ἀναδίνει σταλαγματιές τοξικοῦ γάλακτος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής