φυσούνα (η)
ήταν ένα κομμάτι καλάμι τρυπημένο εσωτερικά, στους κόμπους, με στόμιο, που μ΄ αυτό φυσούσαν τη φωτιά να ανάβει καλύτερα. Ο πληρέστερος προς τη φωτιά κόμπος είχε πιο στενή τρύπα, για να βγαίνει με δύναμη ο αέρας.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη